- παραδακρυω
- παραδακρύωπαρα-δακρύω(при ком-л. или вместе с кем-л.) проливать слезы, плакать
(τινί Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραδακρύω — Α κλαίω κοντά σε κάποιον ή μαζί του … Dictionary of Greek
παραδακρῦσαι — παραδακρύω weep beside aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρεδάκρυε — παρεδάκρῡε , παραδακρύω weep beside imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)